- ορίζω
- όρισα, ορίστηκα, ορισμένος1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία.2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων.3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα.4. διατάζω, παραγγέλλω, θέλω: Εγώ το σκύλο όριζα κι ο σκύλος την ουρά του (παροιμ.).5. φρ., «Καλώς να ορίσει», «καλωσόρισες», «ορίστε το βιβλίο που ζήτησες», «τιμές ορισμένες».6. από την προστακτ. όρισε, προήλθε ο τύπος όρσε: «Όρσε να τα πάρεις», δηλ. ποτέ δε θα σ' τα δώσω· «Όρσε γαμπρέ κουφέτα», για όσους κάνουν κάτι αδέξια ή παράκαιρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.